Ιδιαίτερα σκληρός με τις τοπικές
παραγωγές του ΡΙΚ εμφανίστηκε ο Μαρίνος Νομικός σε άρθρο του στον χθεσινό
κυριακάτικο «Φ», καθώς η μπάλα πήρε ακόμη και το πιο δημοφιλές πρόγραμμα του
κρατικού καναλιού, τις «Πατάτες», για τις οποίες ο γνωστός τηλεκριτικός σχολίασε
πως είναι «σφόδρα υπερεκτιμημένες και
τεμπέλικα γραμμένες». Αν αυτό (δηλ. το τεμπέλικα γραμμένες), το έλεγε για
την 3η εκπομπή των ANONYMOUS
(που πλέον μοιάζει με γιο γιο, μία πάνω μία κάτω), θα συμφωνούσαμε, αλλά οι «Πατάτες» για
την ώρα είναι σαν όαση μέσα στο δραματικό σκηνικό που έχουν στήσει οι υπεύθυνοι
για τη φετινή μας τηλεοπτική ψυχαγωγία. Αν μη τι άλλο είναι μία πετυχημένη
συνταγή, η οποία κατά κόρον βλέπουμε να αντιγράφεται και μάλιστα ανεπιτυχώς. Μία
επομένως επιτυχημένη συνταγή δύσκολα την αλλάζεις. Το αν η σάτιρά τους
επικεντρώνεται στην κυπριακή και μόνο πραγματικότητα, είναι σαφώς κάτι άλλο που μπορούν οι συντελεστές τους να το ψάξουν ως μία ενδιαφέρουσα πρόκληση προς ανανέωση της "συνταγής" τους.
Ο γνωστός και αγαπητός
τηλεκριτικός αφού κάνει μία σύγκριση με την κρατική τηλεόραση της Δανίας, η
οποία ευτύχησε να έχει μία δανέζικη δραματική σειρά που έχει «αμερικανοποιηθεί»
και μία δεύτερη που οδεύει προς τα εκεί (Μπράβο τους και μαγκιά τους, αλλά αυτό
είναι το ζητούμενο; Για τα κυπριακά δεδομένα δεν είναι ζητούμενο, είναι μάλλον
ακατόρθωτο!), εκτιμά ότι τα προγράμματα του ΡΙΚ δεν αφορούν τους Κύπριους
τηλεθεατές παρά μόνο η σειρά ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ, η οποία και αυτή, από την άλλη,
βρίσκεται στο άλλο άκρο, όπως ισχυρίζεται, αφού αφορά μόνο τους Κύπριους
τηλεθεατές και κανέναν άλλο. (Είναι γεγονός ότι υπάρχει αυτή η τάση για
εσωστρέφεια και τοπικισμό και ότι η κυπριακή τηλεόραση ελάχιστα ασχολείται με τη διεθνή
επικαιρότητα, αλλά εδώ μιλάμε ότι οι δημοσιογράφοι καλά καλά δεν κάνουν έρευνα για τα
δικά μας, θα ασχοληθούν με τα «παραέξω» και ειδικά αυτούς τους καιρούς που ευνοούν
το φτωχό και ευτελές τηλεοπτικό προϊόν;) Προσωπικά θεωρούμε ότι το «πρόβλημα» της
συγκεκριμένης σειράς είναι η κόπωση που παρατηρείται στο σενάριό της, καθότι
βρίσκεται στον 3ο χρόνο προβολής, και όχι το ότι απευθύνεται στους
Κύπριους και μόνο αυτούς αλλά κ έτσι αν είναι, γιατί αυτό να θεωρηθεί
απαραίτητα «μειονέκτημα», αφού στην Κύπρο ζούμε και δεν υπάρχει ούτε η περίπτωση το
πρόγραμμα να πουληθεί στο εξωτερικό -κανένα πρόγραμμα δεν πρέπει να παράγεται με αυτή τη λογική-, ούτε καν στην Ελλάδα όπου εκεί οτιδήποτε
σε διάλεκτο το θεωρούν φαίνεται «προβληματικό» και «κατώτερο» και τα συμπλέγματα
ανωτερότητάς τους δεν τους επιτρέπουν ακόμη να το αποδεχθούν –μόνο για την
ΑΙΓΙΑ ΦΟΥΞΙΑ ακούγεται ότι η συμφωνία που έγινε με την ελληνική εταιρεία
παραγωγής είναι ότι η ταινία που θα γίνει θα είναι στην κυπριακή διάλεκτο και θα παίζουν
και Ελλαδίτες ηθοποιοί. Καλά όσο γι’ αυτό άλλα μας έλεγε κάποτε η αγαπητή
Χριστιάνα....-, γι’ αυτό ακόμη και φέτος που η μισή μας τηλεόραση καλαμαρίζει
και έχει ένα καθαρά ελληνικό προϊόν -το πόσο καλό ή κακό είναι αυτό, πάλι χρήζει συζήτησης, για την ώρα θα λέγαμε ότι δημιουργεί ένα ψεύτικο, προσποιητό αποτέλεσμα- και μοιάζει σαν μία πρώτη προσπάθεια "τηλεοπτικού ξανοίγματος", αν και όχι και τόσο επιτυχημένης, κανένα ελληνικό κανάλι δεν ενδιαφέρθηκε να
αγοράσει κυπριακή σειρά (αντίθετα φροντίζουν να μην τους λείψει ποτέ το φθηνό
τουρκικό «σαπούνι», μέσω του οποίου οι «γείτονες» περνούν ανέξοδα την τουρκική
προπαγάνδα). Συμφωνούμε όμως ότι οι σειρές -γιατί κυρίως γι’ αυτές είναι που μιλάμε-
πρέπει να είναι όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα, και συμφωνούμε γιατί οι
δικοί μας σεναριογράφοι δεν μπορούν να γράψουν καλά παραμύθια ή σενάρια
επιστημονικής φαντασίας όπως οι συνάδελφοί τους στην Αμερική, και όχι επειδή η
τηλεόραση σώνει και καλά πρέπει να κινείται πάντα στο επίπεδο του πραγματικού.
Το ότι επομένως πρέπει να περιοριστούν στην πραγματικότητα, την οποία πολλές
φορές ούτε κι αυτήν επιτυγχάνουν να αποτυπώσουν, μας βρίσκει σύμφωνους, διότι
αυτό είναι και το μόνο ίσως κατορθωτό για τα δεδομένα της κυπριακής τηλεόρασης.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι
προς τι η σύγκριση με τη δανέζικη τηλεόραση, η οποία είναι μάλλον ατυχής (Η περίπτωση
της ελληνικής σειράς «Το νησί» θα εξυπηρετούσε καλύτερα την επιχειρηματολογία). Δηλαδή το
«παραέξω» και το «μπροστά» στο οποίο πρέπει να κοιτάξουμε είναι η συγγραφή τηλεοπτικών
σεναρίων τα οποία να απευθύνονται σε ένα «παγκόσμιο κοινό» μπας και γίνει
κανένα θαύμα και ανακαλύψουν οι Αμερικάνοι, όπως έγινε και με τη Δανία, ότι
εκτός από το κυπριακό, υπάρχει και Κύπρος και κυπριακή τηλεόραση; (Και αν αντί
για τη δανέζικη σειρά, δούμε την αμερικανοποιήμένη εκδοχή της, ποιο το όφελος;
Πάλι στον ίδιο παρονομαστή δεν βρισκόμαστε; Επίτευγμα για τη δανέζικη κρατική
τηλεόραση θα ήταν να αγοραστεί το ντόπιο προϊόν από την αμερικανική τηλεόραση
και να παίξει αυτούσιο – μέσα στην Ευρώπη φαίνεται οι δανέζικες σειρές τα πάνε
καλύτερα-. Αλλά και στην Αμερική πουλάει μόνο το εγχώριο και η αγγλική γλώσσα
όπως συμβαίνει και στις διάφορες χώρες όπου το εθνικό τηλεοπτικό προϊόν έχει
πάντα μεγαλύτερη απήχηση από το ξένο, πόσω μάλλον σε ένα μικρό νησί.) Μάλλον ο
Μαρίνος θα αστειεύεται ή θα έβλεπε σε επανάληψη τη «Λίμνη» (φωτό δίπλα) και θα έκανε όνειρα
θερινής νυκτός. (Άσε Μαρίνο μου καλύτερα. Είναι σαν να βάζεις στους δικούς μας
διαγώνισμα στην ύλη της φυσικής της Β’ Λυκείου και να έρχεσαι εσύ και να
απαιτείς να ξέρουν πυρηνική φυσική). Ας μη γελιόμαστε. Οι Αμερικάνοι στράφηκαν
στο «παγκόσμιο κοινό» επειδή έχουν μία τεράστια βιομηχανία κινηματογράφου και
τηλεόρασης που έγινε τέτοια επειδή οι ίδιοι κατάφεραν να επιβληθούν στην
παγκόσμια ψυχαγωγία -και όχι μόνο- αρχικά του κινηματογράφου και τώρα, μετά και
την παγκόσμια επιτυχία του LOST,
και της τηλεόρασης (έχουν όμως κι αυτοί τα «προβλήματά» τους για να αναζητούν
σενάρια από ξένες τηλεοράσεις ή για να μην μπορούν να ξεφύγουν ακόμη από τη
σκιά του LOST). Είναι
όμως η τηλεοπτική ή οποιουδήποτε είδους παγκοσμιοποίηση, το ζητούμενο; Μαγκιά
θεωρώ δεν είναι να γράψεις κάτι που να έχει «παγκόσμια απήχηση», αλλά το δικό
σου, το εθνικό να καταφέρεις να το κάνεις να αφορά και το παγκόσμιο και όχι το
αντίθετο. Διότι σημασία έχει μέσα στο παγκόσμιο χωνευτήρι στο οποίο
συγχωνεύονται όλες οι εθνικότητες, να μπορείς να βρεις το δικό σου εθνικό
κομματάκι, τη δική σου πολιτιστική ταυτότητα όσο πιο ακέραια. Υπ’ αυτή την έννοια, μία μικρή
και συντηρητική κοινωνία όπως είναι αυτή της Κύπρου, είναι αναμενόμενο ότι θα
τρομοκρατηθεί και θα αναζητήσει τις άμυνές της σε στοιχεία φολκλορικά, τα οποία
θεωρεί αναγκαία για να σπάσει την
ομοιομορφία που παρατηρείται σε όλες τις τηλεοράσεις που εντάσσουν στο
πρόγραμμά τους προγράμματα «παγκόσμιας απήχησης», όπως είναι για παράδειγμα το
«DANCING WITH THE STARS».
Συμφωνούμε όμως και με τον Μαρίνο
ότι οι Ρικάδες πρέπει να μειώσουν την ποσότητα των πανομοιότυπων εκπομπών τους για
χάριν προγραμμάτων ποιοτικών –και αυτή πάντα είναι μία σχετική έννοια- και
πρωτότυπων, τα οποία θα κεντρίζουν το ενδιαφέρον της μεγάλης μερίδας του κοινού,
και όχι μόνο του κυπριακού, και δεν θα ντρέπονται γι’ αυτά, ώστε να τα
καταχωνιάσουν αργότερα δεδομένου του αζήτητου χαρακτήρα τους, σε μία γωνιά του
μοντέρνου αρχείου τους. Ποια θα είναι αυτά; Θα είναι ένα ντοκιμαντέρ που θα
ερευνά ένα διεθνές θέμα της επικαιρότητας π.χ. τον τυφώνα Σάντι ή την επανεκλογή του Μπάρακ
Ομπάμα, θα είναι μία εκπομπή μαγειρικής όπου θα αναδεικνύει τη διεθνή
γαστρονομική κουλτούρα, θα είναι ένα έξυπνο και δικής τους πατέντας
τηλεπαιχνίδι γενικών γνώσεων ή μία εξαιρετική κυπριακή σειρά στα πρότυπα του
«Νησιού» που θα κάνει το γύρο των ευρωπαϊκών δικτύων; Αν αυτό είναι που εννοεί
ο Μαρίνος με το «παραέξω» και το «μπροστά», καλοδεχούμενα, διαφορετικά αν είναι
να ψάχνουμε να βρούμε συνταγές που θα γαργαλίσουν τον «παγκόσμιο τηλεοπτικό ουρανίσκο»,
για να εντοπισθούν μετά από τις «δορυφορικές κεραίες» των Αμερικανών, οι οποίοι θα προχωρήσουν σε "αμερικανοποιήσή τους"
ενισχύοντας έτσι την παγκόσμια κυριαρχία τους στο χώρο της "τηλεοπτικής επικοινωνιακής
βιομηχανίας" και κατά συνέπειαν την τυποποίηση και ομογενοποίηση του τηλεοπτικού
προϊόντος, ας το -ξανα-σκεφτούμε λίγο καλύτερα.
* πατήστε στη φωτό για zoom στο άρθρο του Μαρίνου Νομικού
Υ.γ. Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο του Νομικού και επικροτούμε και την προσπάθεια για ειλικρινή κριτική προγραμμάτων του ΡΙΚ τα οποία παρουσιάζουν και συντονίζουν άτομα που εργάζονται στο ίδιο συγκρότημα με τον δημοσιογράφο.
Τροφή για σκέψη η σκληρή κριτική του Μαρίνου Νομικού στο ΡΙΚ