Οι ‘Γενιές της σιωπής’, βασισμένες στο ομότιτλο best seller της Άνδρης Πολυδώρου, είναι το πρώτο ουσιαστικά μυθιστόρημα που μεταφέρεται –λέω μεταφέρεται επειδή από τον Οκτώβριο έρχεται και ο β’ κύκλος-στην κυπριακή τηλεόραση. Στην περίπτωση αυτή βέβαια ποιός περίμενε ποιόν, η κυπριακή λογοτεχνία ανέμενε άραγε την τηλεόραση να ορθοποδήσει ή η τηλεόραση τη λογοτεχνία; Μάλλον και τα δύο, αλλά όπως και να έχει, και επειδή το 75 ήμασταν λίγο απασχολημένοι εμείς όταν στην ελληνική τηλεόραση έβλεπαν το ‘Ο Χριστός ξανασταυρώνεται’ του Καζαντζάκη, έστω και καθυστερημένα λοιπόν το ημικρατικό κανάλι πρώτο ανταποκρίθηκε στις ανάγκες μιας τέτοιας σειράς, πήρε το ρίσκο και μεγαλούργησε κυριολεκτικά δημιουργώντας μια σειρά-σταθμό στην κυπριακή τηλεόραση: Καταρχάς ο παραγωγός και ο σκηνοθέτης της σειράς είχε στα χέρια του ένα πολύ καλό σενάριο, το οποίο, πολύ έξυπνα, ακολουθούσε από τη μια πιστά το λογοτεχνικό βιβλίο και από την άλλη διανθίστηκε και με πολλά καινούργια στοιχεία, ακόμη και χαρακτήρες διαγράφηκαν καλύτερα ή και δημιουργήθηκαν στη τηλεοπτική μεταφορά, έτσι αφενός κατόρθωσαν ώστε το ενδιαφέρον του κοινού να μείνει αμείωτο καθ΄όλη τη τηλεοπτική χρονιά και αφετέρου η ίδια η σειρά πλέον απέκτησε μία ανεξαρτησία από το γραπτό κείμενο και δημιουργήθηκε κάτι πρωτότυπο, μία ξεχωριστή, τηλεοπτική εκδοχή του πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος. Έπειτα ασφαλώς, πέρα από το σενάριο που είναι η βάση και το στήριγμα του όλου εγχειρήματος, είναι και το επιτελείο των ηθοποιών, με έξοχες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς που πέρασαν, ιδιαίτερα αυτές της Λένιας Σορόκου, Μάρας Κωνσταντίνου, Ζωής Κυπριανού, Αντρούλας Ηρακλέους και της ‘Τσερκέζενας’ που κράτησαν και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σημαντική όμως δουλειά έγινε και από τους ανθρώπους που δουλεύουν πίσω από τις κάμερες (σκηνοθεσία, διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, ψιμυθιολόγοι, ενδυματολόγοι κ.α), οι οποίοι έχουν σημαντικό μερίδιο στην επιτυχία, αφού μπόρεσαν να μεταφέρουν, με τη δουλειά τους, στον τηλεθεατή την ατμόσφαιρα μίας εποχής παλιάς, που μας γυρίζει πίσω τουλάχιστον εκατό χρόνια. Αυτό πιστεύω έγινε κατορθωτό γιατί πλέον έπαψε να υπάρχει πειραματισμός και ερασιτεχνισμός στην τηλεόραση, αφού σήμερα υπάρχουν άτομα που έχουν κάνει σπουδές στο αντικείμενο. Το τεχνικό μέρος λοιπόν ήταν και αυτό άρτιο και ήρθε να επιστεγάσει την επιτυχία της σειράς. Και αφήνω για το τέλος την κυπριακή διάλεκτο, η οποία δε μας έκανε ούτε για μια στιγμή να ντραπούμε, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος στις πλείστες κυπριακές σειρές, αλλά θα έλεγα ότι, μέσα από τη σειρά, εμείς οι Κύπριοι πήραμε τα ερεθίσματα ώστε να την προσέξουμε καλύτερα, να εκτιμήσουμε την αξία της και γιατί όχι να την μάθουμε παράλληλα. Και όταν μία σειρά πετυγχαίνει και κάτι τέτοιο και αποκτάει ρόλο παιδαγωγικό, μπορεί να ονομαστεί πέρα για πέρα και αξιόλογη και σαφώς ψυχαγωγική με όλη τη σημασία της λέξεως.
* Ίσως μας παίδεψε λίγο το μαύρο πλάνο που κυριάρχησε σε ένα μεγάλο αριθμό σκηνών και οι βόλτες που έκαναν οι μύγες γύρω από τα κεφάλια των ηθοποιών στα ανοιξιάτικα γυρίσματα, αλλά σίγουρα έχουμε να θυμόμαστε πολλά από τον υπέροχο πρώτο κύκλο της σειράς: τις γέννες της Αναστασούς και το θάνατό της κατά τη διάρκεια μιας εξ αυτών, τα 'αντζελοκρούσματα' της Κυριακούς, τις μπηχτές της κοτσάκαρης αλλά και τη σοφία της, το ‘ε φελα χίτσι η Αναστασού’ της Τσερκέζενας, τον πνευματικό σκοταδισμό, το τοπούζι που έτρωε η Μαρουλλού από τον Ττοουλή και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το μυστήριο γύρω από τη ζωή του μάγου και τη σχέση του με τις γυναίκες της οικογένειας της κοτσάκαρης. Οι ιδέες, οι αντιλήψεις, τα έθιμα και οι συνθήκες ζωής μιας ολόκληρης εποχής πέρασαν με τον πιο ωραίο τρόπο μπροστά από τα μάτια μας και μας συντρόφευσαν στη διάρκεια της τηλεοπτικής περιόδου...
Παραθέτω εδώ και κάποια παλαιότερα σχόλια που κάναμε για τη σειρά:
«λάτρεψα τις ‘γενιές της σιωπής’, μία σειρά στην οποία είναι όλα πολύ προσεγμένα, με πολύ καλές ερμηνείες, όπως αυτές της Μάρας Κωνσταντίνου και της Λένιας Σορόκου, και στην οποία η κυπριακή ντοπιολαλία ακούγεται σε όλο της το μεγαλείο!!» και «η κυπριακή σειρά με συνεπήρε!!!!»
-------------------------------------------------------------
στο ξεκίνημα της ρομαντικής κομεντί του ANT1 Κύπρου ‘την πάτησα’, του Λώρη Λοϊζίδη και της Χριστιάνας Αρτεμίου, και με αφορμή την επιστροφή της Δώρας Κακουράτου στην κυπριακή τηλεόραση, είχαμε πει τότε σε αυτό το blog ότι «Με ρόλους ξεσηκωμένους από την επιτυχημένη ελληνική σειρά ‘στο παρά πέντε’ - η Κακουράτου υποδύεται την μοντέρνα μητέρα στα πρότυπα της Θεοπούλας και της Σόφης, ο γυιος της, που μένει μαζί της, είναι το ίδιο άτυχος με τις γυναίκες όσο και ο Σπύρος του ‘στο παρά πέντε’, ενώ και η υπηρέτρια, που έρχεται από τον Πύρκο στη Χώρα και έχει την τοπική προφορά του χ στη θέση του θ, κρατάει και αυτή ένα ρόλο παρόμοιο με αυτόν της Αμαλίας (μέχρι και οι εκφράσεις της είναι οι ίδιες) - και με σενάριο ό,τι πιο συνηθισμένο (ένας έρωτας που προκύπτει μετά από κάποια σύμπτωση, και τί σύμπτωση: μετά από τροχαίο!) η σειρά είναι συμπαθητική δεδομένου ότι μπορείς να την κοιτάς ευχάριστα και να γελάς πότε πότε» και ότι «η συνέχεια όμως θα δείξει αν την πάτησε ο αντ1 ή όχι....».
Είχα τότε βρει αρκετές ομοιότητες με την ελληνική κωμική σειρά «στο παρά πέντε» του Καπουτζίδη, κυρίως κάποια δομικά στοιχεία της πλοκής και ίσως και η άποψη στο χιούμορ και η συχνότητα και η ποιότητα της ατάκας να έχουν το πρότυπό τους στην επιτυχημένη σειρά του mega και τα οποία ενέπνευσαν το δικό μας συγγραφικό δίδυμο χωρίς αυτό απαραίτητα να είναι κακό, από τη στιγμή μάλιστα που στην πορεία η σειρά βρήκε τον εαυτό της και έδειξε τα δικά της δείγματα γραφής με αποτέλεσμα να «γελώ όλο και πιο πολύ με αυτή τη σειρά», όπως είχα πει παλαιότερα. Το γεγονός δηλαδή ότι όσο περνούσε ο καιρός και μετά την ολοκλήρωση της σειράς, οι τηλεθεατές αγάπησαν τους χαρακτήρες της σειράς, την Γρυσταλλένη, το Γώρο, τον ‘πίκρη’, την κ.Σταυριανή (ακόμα και τη θεία της Γρυσταλλένης ‘τη βουρκάρα’ που είδαμε στα τελευταία επεισόδια και υποδύθηκε επιτυχημένα η Όλγα Ποταμίτου) και παρακολούθησαν την εξέλιξη ενός συνηθισμένου κατά τα άλλα ειδυλλίου μεταξύ του Αντώνη και της Μαλβίνας, αυτό σημαίνει ότι η σειρά και οι χαρακτήρες της ήταν αυθεντικοί και ως εκ τούτου και επιτυχημένοι. Εκτός όμως από το χιούμορ καλού γούστου, όπως διαβάσαμε στους τίτλους τέλους της σειράς, που πράγματι διέθετε η σειρά, αφού τα κωμικά στοιχεία δημιουργούνταν με διάφορα μέσα –σκηνοθετικά ευρήματα, επιτυχημένες και πρωτότυπες παρωδίες, κάποια λογοπαίγνια, κάποτε πολύ επιτυχημένα κάποτε όχι και τόσο, έξυπνες, καλογραμμένες ατάκες -, για πρώτη φορά κυπριακή κωμική σειρά χρησιμοποίησε τη διάλεκτό μας ως μέσο και δεν την έκανε αυτοσκοπό, δίνοντας έμφαση στα πιο πάνω στοιχεία που αναφέραμε. Αυτά ήταν που, και με την πολύ καλή τεχνική υποστήριξη και προσεγμένη δουλειά που υπήρξε και σε αυτή την παραγωγή, εκτίμησε ο τηλεθεατής, ο οποίος αισθάνθηκε επιτέλους ότι δεν υποτιμάται η νοημοσύνη του, δεν προσβάλλεται, δε 'μειώνεται' η διάλεκτός του.
Το ανατρεπτικό του τέλος – με τη Μαλβίνα και πάλι νύμφη πάνω στη μοτοσικλέτα να φωνάζει ‘τον Αντώνη’ και αυτός τελικά να την πατάει για δεύτερη φορά με το αυτοκίνητο- ήταν ό,τι καλύτερο στο φινάλε της σειράς, ενώ η εκπληκτική ερμηνεία της Μονογιού στη συζήτησή της στη θάλασσα με τον Αντώνη και η ‘τολμηρή’ για την κυπριακή τηλεόραση –και δη σε κωμική σειρά- ερωτική σκηνή που ακολούθησε με το γυμνό στήθος της Μονογιού, σκηνή που είχε όμως και σκηνοθετική άποψη – νύχτα, στη θάλασσα, φωτιά και δύο κορμιά να σμίγουν μέσα στα κύματα- μας εξέπληξε ευχάριστα και μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις!
* στα συν της, να σημειωθεί ότι η σειρά απενεχοποίησε την προσφώνηση ‘άμμα’ –για το ‘μάμμα’ -. Πριν έλεγα, μα μόνο εγώ το λέω, τι στο καλό; Αντώνη, ευχαριστούμε!!
Με λίγα λόγια θα έλεγα ότι το «την πάτησα» είναι το «κυπριακό παρα πέντε» ως προς την ποιότητα του γέλιου, αν και λίγο αδικημένο από την agb όσον αφορά τα νούμερα που έβγαζαν πρώτα το «μίλα μου» και το «ζωή ποδήλατο», χωρίς όμως αυτό να μειώνει την αξία του «την πάτησα», από τη στιγμή που τα νούμερα δείχνουν απλώς μία τάση και όχι τη συνολική εικόνα.
Οι δύο σεναριογράφοι μάλιστα θα έλεγα ότι αποτελούν και ένα καλό πρότυπο και παράδειγμα για όποιον θελήσει να ασχοληθεί με την κωμωδία και πιστεύω ότι το «την πάτησα» μπορεί να ωθήσει κόσμο να γράψει και, αν και αυτό το στοίχημα μπορεί να μην ήταν στο μυαλό του Λώρη και της Χριστιάνας, εντούτοις θα χαρούν να δουν ότι το κερδίζουν.
Νομίζω ότι η κυπριακή τηλεόραση τώρα ξεκινά. Με αυτές τις δύο δουλειές, η μία δραματική και η άλλη κωμική, έγινε η αρχή και μπορούμε να ελπίζουμε... (και μη μου πείτε ότι ξέχασες ‘Βασιλικές’, ‘βουράτε γειτόνοι’ και τα άλλα ‘φρούτα’ του sigma, γιατί αυτά το μόνο που κατάφεραν, σε σύγκριση πάντα με τις δύο πιο πάνω παραγωγές, ήταν να φέρουν την πλοκή από το χωριό στην πόλη...).
Μόνο μπράβο και συγχαρητήρια αξίζουν στις 'Γενιές' και το 'την πάτησα' !! Μπράβο τους λοιπόν και καλή επιτυχία και καλή δουλειά και για τη νέα τηλεοπτική περίοδο τους ευχόμαστε!